Σάββατο 14 Μαρτίου 2015

ΣΩΤΗΡΗ ΣΑΡΑΚΗ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΟΚΙΜΕΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1971-1998 ΚΑΙ ΣΤΙΓΜΗ ΣΤΟ ΧΑΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1999-2010




Για τη “Στιγμή στο χάος” του Σωτήρη Σαράκη – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Written by   //  24/01/2015  //  ΒιβλίοΚριτικήπρώτη δημοσίευση  //  Comments Off on Για τη “Στιγμή στο χάος” του Σωτήρη Σαράκη – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ
10676146_10205465256695039_5959202067041344064_n
Σωτήρης Σαράκης
Στιγμή στο Χάος
Εκδ. Κουκίδα, 2014
Η νέα έκδοση του Σωτήρη Σαράκη, Στιγμή στο Χάος, είναι μια επιλογή από ποιήματα που έγραψε μέσα στο χρονικό διάστημα 1999-2010.
Τα ποιήματα είναι μικρές ιστορίες. Μονόλογοι που θα μπορούσαν να είναι διάλογοι με απελθόντες από χρόνια ποιητές και άλλους επιφανείς που η ιστορία και ο μύθος κατέγραψαν και άφησαν το στίγμα στην ψυχή του. Από αυτά τα πρόσωπα ο ποιητής αντλεί τα παραδείγματά του, από αυτά κεντρίζεται η πέννα του και αυτά αποτελούν τον οίστρο του. Αρχής γενομένης από τον πατέρα, αναφαίνεται μια μακρά σειρά από ποιητές, πρόσωπα ποιητικά ή ο ίδιος ο ποιητής. Όλα τα ποιήματα διαπνέονται από μεγάλη δόση μελαγχολίας. Η ζωή που φεύγει, ο καιρός που τη λήθη φέρνει, οι νίκες που δεν διαρκούν πολύ, η δόξα που δεν παραμένει και ο θάνατος που με τον χρόνο και Κρόνο συνεργάζεται.
Η ποιητική παραγωγή του Σαράκη έχει χαρακτηριστικό της τον πολιτικό και κοινωνικό προσανατολισμό, χωρίς να υψώνει επαναστατική γροθιά, αλλά με μια βαθιά ρυτίδα στην ψυχή και στο πνεύμα. Οι ιδέες διαπλέκονται και η ιστορία φέρνει το στοχασμό και τον αναστοχασμό πάνω στα πράγματα της ζωής που ο άνθρωπος σχεδιάζει και η ίδια ανατρέπει.
Στην πρώτη σελίδα, το πρώτο ποίημα, «Μια νύχτα», με μότο απλό «Ένα καράβι…», του Νίκου Καββαδία, μας φέρνει στη μνήμη όλα εκείνα που ο Καββαδίας έψαλε για τις μακρινές θάλασσες, τις ανεκπλήρωτες επιθυμίες αλλά και τους κινδύνους, κυρίως όμως μας αφήνει να υποθέσουμε όλα εκείνα, με τα οποία το «καράβι» είναι φορτισμένο. Το ποίημα, λοιπόν, αποτελείται από μια αφήγηση, η οποία αντινομικά έρχεται από το μέλλον και όχι από το παρελθόν. Το τι θα γίνει είναι το θέμα που ο ποιητής επεξεργάζεται σαν να το ξέρει βήμα βήμα, σαν να το έχει ο ίδιος σχεδιάσει, ενώ το προφανές είναι ότι το υποθέτει από ό,τι ήδη ξέρει. Ο καπετάνιος, οι χάρτες, οι άγνωστες θάλασσες, η αδειανή κορνίζα, όλα συμβάλλουν στο σχεδιασμό του, που αφενός είναι αναπόφευκτος, αφετέρου η παράδοση έχει καταγράψει στο υποσυνείδητο. Κι εδώ είναι που ο ρεαλισμός του Καββαδία δίνει το χέρι του στου Σαράκη την αλληγορία: Μια νύχτα εκείνο το καράβι θα με πάρει/ μακριά σε θάλασσες που δεν ταξίδεψε κανείς/ σε θάλασσες που χρόνια περιμένουν […} μεθοδικός ο καπετάνιος / χρόνια στους χάρτες μελετάει […] μ’ άγνωστα ονόματα θα ταξιδεύω / ποιος είμαι, πού, κανείς δε θα το βρει/ θα φύγει το καράβι ξαφνικά, ποιος να σκεφτεί/ σε μια αδειανή κορνίζα να με ψάχνει/ θα φύγει το καράβι ξαφνικά, θα ’χουν χαθεί/ τι ίχνη του, τα ίχνη μου μες σε μια αθώα νύχτα.
Όμως και το αμέσως επόμενο ποίημα με τον τίτλο «Απόψε» στο ίδιο συναισθηματικό κλίμα κινείται. Είναι ο πατέρας που ήξερε να φτιάχνει κρασί (όπως ο Οδυσσέας ήξερε να φτιάχνει καράβι). Που τα βήματά του αντηχούν ακόμη στη σκάλα, στις στροφές της Ιστορίας και στα βιβλία που διάβαζε. Σήμερα λείπει το «κρασί» του διονυσιακού ενθουσιασμού που θα επανεκκινήσει τον κοσμικό ρυθμό και θα τραντάξει την ορχήστρα της άμουσης εποχής μας. Λείπουν κι άλλοι, που ο Σαράκης μοιάζει να κάνει προσκλητήριο, εκείνοι που αγαπά και αισθάνεται πως η ζωή τους αδίκησε. Είναι ο Μπολιβάρ αλλά μάλλον ο ίδιος ο Νίκος Εγγονόπουλος με το καταλυτικό ερώτημα: «στρατηγέ/ τι ζητούσες στη Λάρισα/ συ / ένας / Υδραίος» (πώς καταδέχτηκες…). Και άλλα πρόσωπα και τόποι σαν ορόσημα μιας ψυχολογικής κατάστασης είτε είναι ο ποιητικός και, στα μέτρα τα δικά μας, συγκινητικός Παπαδιαμάντης στη Σκιάθο, είτε το πειραχτήρι ο Σκαρίμπας στη Χαλκίδα και ο πολύπαθος Λουντέμης στο εξορισμένο του όνειρο είτε ο ιδανικός αυτόχειρας της Πρέβεζας, ο Καρυωτάκης, είτε, Μεγάλη Πέμπτη, Εκείνος στο σταυρό. Είτε, ακόμη, ο Κάφκα από άλλη παράμετρο και οι Πύργοι του και οι Δίκες του. Είτε ο ευγενικός Αμφίνομος τηςΟδύσσειας που έχασε τη ζωή του σε άνιση μάχη είτε ο Καραϊσκάκης και η μάνα του. Όλοι από τη δύσκολη πλευρά της ζωής.
Δύο, από τις οχτώ, ενότητες η «Θύραθεν» και η «Ένδοθεν» παίζουν αντικριστά τα ποιητικά τους ανάλογα. Ο Κολοκοτρώνης στην «Σκαρδαμούλα», ο Αδαμάντιος Κοραής ψάχνει για «τα λάθη του στους μέλλοντες αιώνες», ο Τζάρτζανος για «τα πάθη των φθόγγων», ο Μακρυγιάννης να κρύψει «στο χώμα… το ιστορικό του». Το κρίσιμο ερώτημα: «Τον ρώτησαν προς τι/ όλος αυτός ο μόχθος, που, / σε πόσους τέλος πάντων απευθύνεται/ είναι πεντέξι φίλοι, απάντησε,/ ορκίζομαι αξίζουν/ κι ακόμα, να, βλέπω κι άλλους δυο-τρεις/ ύστερα από πενήντα χρόνια / κι άλλους πεντέξι σε διακόσια χρόνια. / το αξίζουν σας ορκίζομαι» («Το αξίζουν»). Κι εδώ ωραιότατα ο ποιητής έπαιξε με το αν αξίζουν οι στίχοι και ο μόχθος γι’ αυτούς ή οι φίλοι που θα τους διαβάσουν. Παρά τη μακρά διάρκεια που απαιτεί η κυοφορία της καταξίωσης, ωστόσο «το αξίζουν» και οι δυο πλευρές. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μέσα σ’ όλα και από όλα ο ποιητής ψάχνει την προσωπική δημιουργία. Αγωνιά για την ανταπόκριση. Είναι πικρό να μην «ένιωσες, στιγμή/ του μόχθου μου η σελίδα να σου λείπει». Έγινε ή όχι ο μικρός γιος ποιητής; Να το ερώτημα του πατέρα που αφήνεται στον αναγνώστη να πει το «Ναι» του.
Ο Σαράκης κυκλοφορεί στην Ελλάδα που όπου και να ταξιδέψει τον πληγώνει. Κι όμως κάπου εκεί, μέσα στη μαυρίλα των τοίχων και των ακάλυπτων χώρων της Αθήνας, σε μια απρόσμενη μουντή πολυκατοικία, μεταξύ αναχώματος και αποχετευτικού σωλήνα, φύτρωσε μια μικρή αγριοσυκιά που έρχεται να αλλάξει για λίγο τη διάθεση. Είναι το θαύμα της φύσης εκεί που δεν το περιμένεις: «δεντράκι ριζωμένο σ’ έναν τοίχο/ ψηλά, εφτά μ’ οχτώ πατώματα ψηλά/ πάνω απ’ τη γη/ δεντράκι ριζωμένο σ’ έναν τοίχο/ να επιμένει» (ΕΡΙΝΕΟΣ). Άλλοτε πάλι το θαύμα γίνεται στον απέναντι άσπρο τοίχο, που σαν σε σβησμένη τοιχογραφία, περνούν μπροστά από τα μάτια του, τα αγαπημένα πρόσωπα: «αυτή η τοιχογραφία δεν εξαντλείται». Αλλά δεν είναι μόνο ο άσπρος τοίχος με τις αόρατες προσωπογραφίες είναι όλα τα διαβάσματα και οι εντυπώσεις του από αυτά, οι τόποι και οι μύθοι, το φεγγάρι στην Επίδαυρο πάνω στη σκηνή, ο Υμηττός τα δειλινά, η Θεσσαλία, ο Δομοκός, ο Όλυμπος, ο Εμφύλιος, όλα όσα σ’ αυτή την Ελλάδα ο μύθος και η ιστορία κατέγραψε, τα πάθη της και τα παιδιά της, όλα είναι εκεί κι εκείνη συνεχίζει, όπως η ζωή με τις αλλαξοκαιριές της.
Συχνά οι περιγραφές παίρνουν κάτι από την ξεχασμένη ρομαντική ματιά που πάντα κρύβει ένας ποιητής μέσα του, για να υποχωρήσει ευθύς αμέσως, διότι οι περιστάσεις, δυστυχώς» το επιβάλλουν, όπως συμβαίνει με την επίσκεψη στον αρχαιολογικό χώρο, «Ανάκτορο Αρχαίας Δημητριάδος», που θα γίνει η αφορμή για ένα υπάρχω ή δεν υπάρχω:
Μπορεί και να ’φταιγε η περασμένη ώρα
Μαλάκωσαν τα βέλη του ήλιου κι έκρωζαν χαμηλόφωνα
στα λιγοστά τα πεύκα οι καλιακούδες
Θυμίζοντας … πως πολλές
πολλές πολιορκίες απέτυχαν γιατί
δε γίναν στο σωστό καιρό…
Κανείς εδώ δεν έμαθε ποτέ
τίποτε απ’ όσα λεν οι πινακίδες, τίποτε
απ’ όσα γράφουν τα βιβλία, απ’ όσα δείχνουν
τα λεπτομερή σχεδιαγράμματα
τίποτε για την πόλη, για τα χρόνια της ακμής της
γι’ αυτούς που την κατοίκησαν, την κάποτε….
Κι εγώ δεν έμαθα ποτέ
αν πολιόρκησα ή αν με πολιόρκησε
αυτό το αβέβαιο ποίημα.
Ο Σαράκης εδώ, είναι εμφανές ότι αισθάνεται σαν τον Γιώργο Σεφέρη στο κάστρο της Ασίνης, όταν αναρωτιόταν τι απέμεινε από τον Βασιλιά και τα παιδιά και τα καράβια του, τι απομένει από τον άνθρωπο και κατέληξε πως μόνο η νοσταλγία του ζωντανού για τους νεκρούς απομένει. Διότι, περπατώντας μέσα στα αγκάθια κι έξω από το συρματόπλεγμα, έξω από τον αρχαιολογικό χώρο, ο Σαράκης στοχάζεται πως η φύση, αγνοώντας ανάκτορα, πρόσωπα και πράγματα, συνεχίζει το έργο της λήθης του οδοστρωτήρα χρόνου και πηγαίνοντας πιο πέρα από τον Σεφέρη, αναρωτιέται αν, τελικά, πολιόρκησε το ποίημα ή πολιορκήθηκε απ’ αυτό. Ωστόσο, το γεγονός είναι το ποίημα και αν υπάρχει ποίημα υπάρχει και ο ποιητής. Κι ο Σεφέρης και ο βασιλιάς της Ασίνης και το κάστρο του και όλα υπάρχουν επειδή υπάρχει το ποίημα. Πολιορκώντας ή πολιορκούμενος υπάρχει και ο Σαράκης. Το ποίημα είναι ο μύθος που πρέπει να συνεχιστεί.
Και, ενώ το ταξίδι συνεχίζεται σε τόπους και ματωμένες σελίδες ιστορίας, ένα «Ηλιοβασίλεμα» στην Πάρο θα παρακάμψει τα αιματηρά και, με στροφή του βλέμματος στα λατομεία, θα μας ταξιδέψει στους παλιούς καλούς μαστόρους που
μεσ’ απ’ τα έγκατα της γης βγάλαν ναούς
βγάλαν θεούς, και βγάλαν τη μορφή
του ανθρώπου και την κίνηση•
έφυγε ο ήλιος
δυο τρία χελιδόνια
γράφουν επίμονα στον ουρανό τα ιεργλυφικά τους
άγνωστη γραφή
άγνωστη γλώσσα, μακρινή
κι όμως δική σου.
Αλλά η επιστροφή στην Αθήνα μυρίζει απελπισία. Ο νους μας πάει εύκολα σ’ ένα παλιό ρομαντικό τραγουδάκι, «Όμορφη μου Αθήνα… λες και σ’ είχαν άχτι και σε κάναν στάχτη». Στάχτη, μαυρίλα, ασχήμια. Είναι οι «λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους», που λέει και ο Καρυωτάκης για την Πρέβεζα• Λυκούργου, Σωκράτους, Αναξαγόρα, Ικτίνου, γύρω από το μεγαλοπρεπές Δημαρχείο, με τους συνωστισμένους μετανάστες, όπου, ευπρεπώς λέμε ότι εκεί γίνεται η «Συνάντηση των πολιτισμών», με τον Περικλή από τον ανδριάντα του να κοιτάζει έκπληκτος την Αθήνα του, «μετανάστης» κι αυτός με τον τρόπο του. Και ακόμα κάπου εκεί, στη Σοφοκλέους, που ο Τέλλος Άγρας, το Νοέμβριο του 1944, είχε ραντεβού με την αδέσποτη σφαίρα («Το χαμόγελο»). Και, εκτός από τους λερούς δρόμους είναι και οι «μαυρισμένοι τοίχοι» και τα «κλιματιστικά» που «στάζουν». Ο «Ελαιώνας» και η «θάλασσα» δεν φαίνονται από δω, επισημαίνει ο Σαράκης, αναφερόμενος, βέβαια, στον Καρυωτάκη, που για άλλον ελαιώνα και θάλασσα μίλαγε, όμως «λαμπρά ταιριάζουν όλα», όπως λέει και ο Καβάφης και έτσι μετακομίζει η «Πρέβεζα στο κέντρο της Αθήνας», για να πάρουμε μια ιδέα από τι έλεγε και ένιωθε ο έρμος Καρυωτάκης που πήρε την απόφαση να συντομεύσει την παρουσία του στη ζωή, που, έτσι κι αλλιώς, μια Στιγμή στο Χάος είναι. Χωρίς χρόνια και μέρες και ώρες να το προσδιορίζουν. Άχρονος χρόνος και εμείς παιδιά του περιφερόμενα στην ψυχική και μεταφυσική μοναξιά με όλα τα σουσούμια και τις ιδιοτροπίες της εδώ μετρημένης ζωής. Ωστόσο, ο ποιητής από την εδώ όχθη δεν κρατιέται να μην γρατζουνάει την πόρτα της από κει άγνωστης όχθης. Το τηλέφωνο δεν κουδουνίζει στο τραπέζι («Number Blocked») αλλά μέσα στο μυαλό του. Είναι από την άλλη όχθη, από το «χάος», από τους χαμένους αγαπημένους η χωρίς αναγνώριση, άγνωστη κλήση.


Για τις Δοκιμασίες και δοκιμές του Σωτήρη Σαράκη – γράφει ο Νίκος Ορφανίδης

Written by   //  07/01/2014  //  ΒιβλίοΚριτική  //  Comments Off on Για τις Δοκιμασίες και δοκιμές του Σωτήρη Σαράκη – γράφει ο Νίκος Ορφανίδης
Alexander Deineka (1899-1969)

Σωτήρης Σαράκης, Δοκιμασίες καί δοκιμές. Ποιήματα 1971-1998, Ἐκδόσεις Κουκκίδα, Ἀθήνα 2011.
Ψηλαφῶ ξανὰ τὰ ποιήματα τοῦ Σωτήρη Σαράκη, αὐτὴ τὴ φορὰ σὲ μιὰ πρώτη, μερική, συγκεντρωτικὴ μορφή, μὲ τὸν τίτλο Δοκιμασίες καὶ Δοκιμές, Κουκκίδα, Ἀθήνα 2011, καὶ σκέφτομαι πόσο σφράγισε τὸν ποιητικό του τρόπο ἢ πόσο τὸν συνοδεύει ἡ λιτὴ καὶ ταπεινή μορφή του, ὁ ἴδιος ὁ τρόπος τῆς παρουσίας του, ἔτσι ὅπως ἀνεπαίσθητα ὁ ἴδιος κινεῖται ἀνάμεσά μας. Γιατὶ ὁ Σωτήρης Σαράκης, ὅπως διακριτικὰ καὶ ταπεινὰ μᾶς συναντᾶ, ἔτσι ἀνεπαίσθητα καὶ διακριτικὰ καὶ ταπεινὰ γράφει. Ἔτσι κι ὁ ποιητικός του λόγος εἶναι λόγος ἁπαλός. Σχεδὸν ἀδιόρατος. «Ὑποτονικός». Σὰν ψίθυρος. Σὰν ἄχνα. Σὰν «φωνὴ αὔρας λεπτῆς». Ἔτσι, ὅπως κι ὁ ἴδιος, μὲ ταπεινότητα καὶ σχεδὸν ψιθυριστά, πολλὲς φορές, μᾶς ὁμιλεῖ ἢ μᾶς πλησιάζει.
Κι ὅμως πρόκειται γιὰ λόγο στιβαρὸ τῆς λυρικότητος. Λόγο, θὰ ἔλεγα, ἑνὸς ὑπόγειου, «ὑπαρξιακοῦ» σπαραγμοῦ. Ρωμαλέο. Πρόκειται γιὰ ἕνα λόγο ἐξομολογητικό, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἀναδύεται ἕνας ὁλόκληρος κόσμος, σὰν τοπίο στὴν ὁμίχλη. Εἶναι ἕνας κόσμος, ποὺ ἔχει ἀποδημήσει, ποὺ βρίσκεται ἐδῶ καὶ πολὺ καιρὸ ἀλλοῦ. Στὸν ἄλλο τόπο. Ἕνας κόσμος, ποὺ μᾶς ἐπισκέπτεται, ὅμως, ἢ ἐπιστρέφει ἀπὸ τὸ βυθισμένο ἢ λησμονημένο τόπο μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς. Ἕνας λόγος μιᾶς, μεταθανάτιας σχεδόν, γαλήνης. Αἰσθάνομαι, πὼς ἔχουμε μιὰ ποίηση, ποὺ τὴ χαρακτηρίζει τὸ ὑπόγειο πένθος ἡ λανθάνουσα θλίψη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἁπαλότητα καὶ ἡ νηφαλιότητα. Τὸ «νηπενθὲς τῆς αἰωνιότητος», γιὰ νὰ θυμηθοῦμε παλαιότερους ποιητικοὺς τρόπους.
Διαβάζω έκεῖνο τὸ λιτὸ βιογραφικό του, μὲ τὴν κατάληξη «ἐργάστηκε ὡς δημόσιος ὑπάλληλος μέχρι τὸ 2010», ―τριάντα ἕξι τόσα χρόνια ὑπολογίζω, καθὼς εἴμαστε συνομήλικοι― καὶ πάω ἀμέσως συνειρμικὰ στὸν Καρυωτάκη καὶ στὸ ποίημα του ἐκεῖνο μὲ τὸν τίτλο «Δημόσιοι ὑπάλληλοι», ― Οἱ υπάλληλοι ὅλοι λιώνουν καὶ τελειώνουν
/ σὰν στῆλες δύο δύο μὲς στὰ γραφεῖα./
(Ἠλεκτρολόγοι θά ’ναι ἡ Πολιτεία
κι ὁ Θάνατος, ποὺ τοὺς ἀνανεώνουν.)/Κάθονται στὶς καρέκλες,/ μουτζουρώνουν/
Ἀθῶα λευκὰ χαρτιά, χωρὶς αἰτία.
«Σὺν τῇ παρούσῃ ἀλληλογραφίᾳ/
ἔχομεν τὴν τιμήν»/διαβεβαιώνουν.Καὶ μοναχά ἡ τιμή τοὺς ἀπομένει,
ὅταν ἀνηφορίζουνε τοὺς δρόμους,/
τὸ βράδυ στὶς οχτώ, σὰν κουρντισμένοι./ Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τοὺς νόμους,
/ σκέπτονται τὸ συνάλλαγμα, τοὺς ὤμους 
σηκώνοντας / οἱ ὑπάλληλοι οἱ καημένοι»― ἀλλὰ καὶ στὰ Νηπενθῆ του. Ἔτσι φαντάζομαι καὶ τὸν Σωτήρη Σαράκη στὸ γραφεῖο του στὴν Ἀθήνα. Μπορεῖ νὰ βρεθήκαμε πολλὲς φορὲς ἀλλοῦ, στὸ ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, σὲ τόπους φωτεινοὺς ἢ κλειστούς, στὸν τόπο τῆς δουλειᾶς του, ὅμως, ποτέ. Τὸν ὑποπτεύομαι, ὅμως, πίσω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του, μὲ τὴ θλίψη ποὺ ἀναδίδουν καὶ ἐκπέμπουν καὶ ἀποπνέουν τὰ κλειστὰ ἐκεῖνα δημόσια γραφεῖα, ἀπρόσωπα καὶ ἐχθρικά, ἐν πολλοῖς.
Στέκομαι στὶς πρῶτες ποιητικές του καταθέσεις, στὶς τρεῖς πρῶτες ποιητικὲς συλλογές του, ποὺ τὶς ψηλαφῶ γιὰ πρώτη φορὰ συγκεντρωμένες, ξεκινώντας ἀπὸ τὴ συλλογὴ Το δέρας, τοῦ 1994, πηγαίνοντας στὴ συλλογὴ Τὰ αἰφνίδια ἄστρα, τοῦ 1997 καὶ τἐλος στὴν Ἀγγειογραφία, τοῦ 2000. Μιὰ ποίηση ποὺ τὴν ὁρίζει ὁ ἴδιος χρονικὰ ἀπὸ τὸ 1971 ὥς τὸ 1998. Ἔμειναν ἔξω, γιὰ ἕνα δεύτερο, προφανῶς, συγκεντρωτικὸ τόμο, τὸ Ψηφιδωτὸ ἀπὸ ἄφαντες ψηφίδες, 2003, τὰΠάθη τῶν φθόγγων, 2009, Ἡ τελετή, 2006, καὶ τὰ Νυχτερινὰ δρομολόγια, ποὺ ἐκδόθηκε ―παραδόξως― στὴ Λευκωσία, τὸ 2010, ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Αἰγαῖον.
Σκέφτομαι τὸν τίτλο, ποὺ ἔδωσε ὁ ποιητής: Δοκιμασίες καὶ ΔοκιμέςΔοκιμές, σκέφτομαι, καθὼς ὁ ποιητὴς μᾶς ὑποδεικνύει τὴν ἀναζήτηση μιᾶς ποιητικῆς τεχνικῆς. Ἔτσι, λοιπόν, δοκιμές, ὅπως τὰ σεφερικὰ «Τετράδια Γυμνασμάτων». Γι’ αὐτὸ καὶ ἔχουμε μιὰ σειρὰ ἀπὸ «ποιήματα ποιητικῆς», ὅπως γιὰ παράδειγμα «Οἱ λέξεις», «Συνειρμοί», «Διδαχὴ Κ. Π. Καβάφη, Ἀλεξανδρινοῦ», «Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ αδελφοῦ Μελέτιου», «Τὸ συνέδριο», «Γένεσις», «Ἡ κάθοδος τῶν θηρίων», «Ποιητικὴ τέχνη» κ.ἄ. Ποιήματα, ποὺ ἀποκαλύπτουν ἢ καλύτερα δηλώνουν ἐμφανῶς τὶς ποιητικές του συναντήσεις. Τὶς ἀγάπες του.
Γι’ αὐτὸ καὶ πολλὰ ποιήματα, πολλὲς ποιητικὲς δοκιμές του, εἶναι σκοπίμως γραμμένες «μὲ τὸν τρόπο τοῦ…». Ἄλλοτε τοῦ Νίκου Καββαδία, ἄλλοτε τοῦ Καβάφη, ἄλλοτε τοῦ Σεφέρη. Εἶναι ἀκόμα ὁ Σικελιανός καὶ ἄλλοι πολλοί. Δοκιμὴ καὶ ποιητικὴ ἄσκηση καὶ δοκιμασία, γιὰ νὰ ἀναδείξουν ἕνα ποιητὴ μὲ ὕφος προσωπικό. Μέσα ἀπὸ τὴν εἰρωνεία καὶ τὴν ποιητικὴ «αὐτοϋπονόμευση», προβάλλει ἕα σφριγηλὸς λόγος, ποὺ καὶ πάλι, σκοπίμως ἢ φαινομενικῶς, δίνεται «ὑποτονικά» ἢ ταπεινά. Αὐτὰ σκέφτομαι, σημειώνοντας ὅλο αὐτὸ τὸν ποιητικὸ τρόπο ὡς ἄσκηση καὶ ὡς δοκιμή.
Ἀλλὰ εἶναι στὴν ποίησή του καὶ οἱ Δοκιμασίες, καθὼς ἡ ποίηση τοῦ Σαράκη εἶναι μιὰ ποίηση μιᾶς ὑπόγειας, ἀνθρώπινης περιπέτειας καὶ δοκιμασίας. Μιὰ ποίηση τῶν παθῶν. Γι’ αὐτὸ καὶ ποίηση τῆς θλίψεως. Τοῦ καημοῦ. Ποὺ αἰωρεῖται καὶ ποὺ τὴ διαπερνᾶ. Σὰν σὲ κιτρινισμένα ἀπὸ τὸν καιρὸ φύλλα ἡμερολογίου εἶναι γραμμένα τὰ ποιήματά του.
Στέκομαι σὲ ἕνα ποίημα ποιητικῆς, ποὺ παραπέμπει συγχρόνως στὰ τοπία τῆς θλίψεως, καθὼς καὶ στὴν εἰκόνα τοῦ ποιητῆ. Εἶναι τὸ «Ἡ ἐξομολόγηση τοῦ ἀδελφοῦ Μελέτιου (στὸ ἱερό κοινόβιο τοῦ ἁγίου Τρύφωνος).»
«Πάτερ Ἱλαρίων,
εἰς σὲ προσπίπτω, ἁμαρτωλός,
δέομαι ἐνώπιόν σου μὲ συντριβὴ καρδίας
ζητῶ ἀπ’ τὰ χείλη σου τὴ θεία συγγνώμη
μὴ μὲ κοιτάζεις ἀπαθῶς, ὦ πάτερ Ἱλαρίων,
δὲν εἶναι αὐτὰ σχήματα λόγου μήτε
ἐκφράσεις τῆς συνήθειας
δὲν εἶναι κἂν ὑπερβολὲς
ἀθῶο μὲ κρίνεις, ἅγιε πάτερ,
μαντεύω ποὺ γιὰ ἐνάρετο μὲ βλέπεις, προπάντων
ταπεινόφρονα
αὐτὴ τὴν ὄψη δείχνω, αὐτὸ πιστεύεις
μὰ ἂν γνώριζες, πνευματικέ μου, ἂν γνώριζες,
ποιά ἔπαρση, ποιός ἀχαλίνωτος
ἐγωισμὸς
φωλιάζει κάτω ἀπ’ τὸ τριμμένο ράσο
αὐτοὺς τοὺς ταπεινούς μου στίχους, πάτερ Ἱλαρίων,
αὐτὰ τ’ ἀθῶα ψελλίσματα ποὺ κάνουν τοὺς ἀδελφοὺς
νὰ μὲ κοιτοῦν μὲ κάποια συγκατάβαση
ἂν ἤξερες, ἂν ἦταν δυνατὸν νὰ φανταστεῖς
γιὰ πόσες ὧρες θὰ μποροῦσα νὰ στοὺς ἐπαινῶ
τὸ ποιές μεγάλες χάρες καὶ μοναδικὲς τοὺς βρίσκω
πόσο ὑψηλὰ τοὺς ἔχω
πάτερ Ἱλαρίων,
αὐτὰ τ’ ἀθῶα ψελλίσματα ―κι ἂς λένε, ἂς μιλοῦν
γιὰ τὸ Χριστό μας, γιὰ τὴν Παναγιά, γιὰ τοὺς ὁσίους―
αὐτὰ εἶναι ποὺ θ’ ἀνάψουνε γιὰ μένα
τὶς ἀκοίμητες φλόγες τῆς θείας ὀργῆς.»
Τὰ αἰφνίδια ἄστρα, 1997
Μέσα ἀπὸ τὴν ποίηση τοῦ Σαρακη, ὅπως τώρα τὴν ψηλαφῶ ξανά, προβάλλει ἕνας κόσμος τρυφερός, ἀνθρώπινος, μὲ τὰ πάθη του καὶ τὴ σκηνοθεσία του, μὲ ἕνα τρόπο φωτογραφικό. Οἱ γέροντες, τὰ παλιὰ ἀναγνώσματα τῶν ἐφημερίδων, ἡ πόλη ποὺ ἀποσύρεται, οἱ λεῦκες, τὰ δέντρα, καὶ ἄλλα πολλά. Εἶναι ὁ κόσμος τοῦ ποιητῆ Κωνσταντίνου Π. Καβαφη στὰ «Ἱστορήματα», σκέφτομαι, ἀλλὰ καὶ σ’ ἐκεῖνο τὸ «Ἐπίγραμμα», κι ἀκόμα στὸν πληθυσμὸ τῶν μοναχῶν, ποὺ μᾶς πᾶνε στὸ Βυζάντιο. Εἶναι, ἀκόμα, ὁ διάλογος μὲ τοὺς νεκρούς, μιὰ ἄλλη «νέκυια», ὅπως θὰ συμβεῖ ἀργότερα στὸ Στέφανο ἢ τὴ Νῆσο τῶν Μακάρων τοῦ Νάσου Βαγενᾶ ἢ πιὸ παλιά, ὅπως στὸν Σικελιανό:
«Νύχτα
οἱ σκοτεινοὶ ποιητὲς
στὸν Ἄλλο Κόσμο τῆς βιβλιοθήκης μου
σηκώνονται, ἐπαναστατοῦν
ποιός Ὀδυσσέας πάλι τοὺς ξεσήκωσε
ποιός ἄθλιος ἀγύρτης ποντοπόρος
τάχα δὲ ζήσανε δῶ πέρα
κάνουν πὼς δὲν θυμοῦνται τίποτα
ὁ Καρυωτάκης τὸ χαμόγελό του
―ἀκόμα θέλει νὰ γελάει τελευταῖος―
πρῶτος στοὺς πρώτους ὁ Σινόπουλος
ποὺ βρῆκε, βέβαια, τὸ στοιχεῖο του
κι ἄλλλοι ἀμέτρητοι
κι ὁλοξοπίσω Αὐτὸς
αὐτὸς ὁπού ’κανε τὸν φωτεινὸ
λέει πὼς μιὰ σταγόνα αἷμα
δίνει ὅλο τὸ μελάνι τοῦ κόσμου.»
«Νέκυια»
Νά, λοιπόν, ὁ Σεφέρης καὶ πάλι, ὁ Σινόπουλος μὲ τὸ «Νεκρόδειπνό του», κι ὁ Καρυωτάκης. Κι ὁ Σικελιανός, ποὺ κρύβεται. Εἶναι στὴν ποίηση, στὴ σύναξη αὐτή, στὴ νέκυια, κι ἄλλοι πολλοί, ὅπως κι ὁ Νίκος Καββαδίας ποὺ ἀγαπήσαμε ἐκεῖνα τὰ χρόνια, κι ἐκείνη ἡ ἄσκηση ἡ ποιητική, μὲ τὸν μονοδικὸ ποιητικὸ τρόπο τοῦ Καββαδία, ἐκπληκτική. Κι ὄχι μόνο μιὰ φορά. Στέκομαι εἰδικὰ σ’ ἐκεῖνο τὸ ποίημα «Ἡ ρίμα, 11-2-1975»:
«Τὴν εὐχή μου! Βρέστε μου, παιδιά,
κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία.
Θέλει κουράγιο, καὶ καρδιά.
Ὅλοι μιὰ φωνή: -Ἕνα…δύο…
(Οἱ τελευταῖοι τυπωμένοι
στίχοι τοῦ Νίκου Καββαδία)
Ὅλη τὴ νύχτα παίδευα τὸ νοῦ
νὰ σοῦ βρω κάτι νὰ ριμάρει μὲ παιδεία
ὥσπου ἕνα ξεκομμένο μαραμποῦ
ἔκρωξε: χάσαμε τὸ Νίκο Καββαδία.
Καρδιὰ περίσσια μὰ κουράγιο ποῦ…
Δὲν μπόρεσα νὰ σοῦ ’ρθω στὴν κ η δ ε ί α
μὰ βρῆκα κ ά τα ι ποὺ ριμάρει μὲ παιδεία.»
Αὐτὲς οἱ σημειώσεις θὰ μὲ πήγαιναν, σκέφτομαι, σὲ μάκρος, καθὼς κάθομαι καὶ ἀντιγράφω ποιήματα, ἔτσι νὰ τὰ κρατήσω ὡς ἐνθυμήματα μιᾶς ποίησης τρυφερῆς καὶ συγχρόνως σπαρακτικῆς. Κλείνω, λοιπόν ἀντιγράφοντας τὸ ποίημα «Συνειρμοί», ἀπὸ τὴ συλλογὴ Τὰ αἰφνίδια ἄστρα, τοῦ 1997:
«Τί ἔχεις καημένε πλάτανε
τῆς ἄνυδρης πλατείας μας
καὶ στέκεις μαραμένος
τί ἔχω κι ἐγὼ
κι ὅλο γυρίζω πίσω
στὰ ἑφτά μου χρόνια, τότε
ποὺ ὁ ἀγράμματος παππούς μου
μοῦ ἐδίδασκε τὸν ὁρισμὸ τῆς ποίησης
ἀνυποψίαστος τραγουδώντας
τὸ πλάτανο καὶ τὸν Ἀλῆ πασᾶ.»
Νά, λοιπόν, ἡ φωτογραφικὴ μνήμη κι ὁ παλαιωμένος χρόνος. Ἡ λανθάνουσα «νέκυια». Κι ἡ διάχυτη θλίψη μιᾶς βαθύτατα λυρικῆς ποίησης, ποὺ τολμᾶ νὰ ἐπιστρέψει στὰ παλαιὰ ποιητικὰ πρότυπα μὲ ἕνα τρόπο μοντέρνο. Πατώντας στὰ ἴχνη ποὺ μᾶς ἄφησαν οἱ παλαιοί.
[Πρώτη δημοσίευση. Το έργο είναι του Aleksandr Deyneka.]